-
1 данные
мн. τα στοιχείατα δεδομένα (πλ.)вводить - βάζω τα -, καταχωρίζω τα -проверять - εξακριβώνω τα -, ελέγχω τα -- испытаний - των δοκιμών, ταπορίσματαитоговые - συνολικά -, τελικά -числовые - см. цифровые -экспериментальные - των δοκιμών, δοκιμαστικά -эксплуатационные - της λειτουργίας/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > данные
-
2 βασικός
η, ό[ν]1) главный, основной;βασικό γνώρισμα — или βασική ένδειξη — основной признак;
βασικός μισθός — основной оклад;
βασικοί κλάδοι της βιομηχανίας — ведущие отрасли промышленности;
βασικά μέσα — основные средства;
βασικά χρώματα физ. — основные цвета;
2) хим. основной;βασικά άλατα — основное соли
-
3 цвет
I.(световой тон, окраска) το χρώμα, ο χρωματισμόςсмешивать - а αναμ(ε)ιγνύω/ανακατώνω τα - ταбледный - αδύνατο -, θαμπό -насыщенный - γεμάτο -, πλούσιο -II. «цвет» физ. το «χρώμα» («κόκκινο», «πράσινο» ή «γαλάζιο» για κάθε «άρωμα» του κουάρκ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвет
-
4 троп
-а α. (φιλγ.) τρόπος (λέξη ή έκφραση μεταφορικής σημασίας)•метафора и метонимия троп основные виды -ов η μεταφορά και η μετωνυμία είναι τα βασικά είδη τρόπων (μέσων μεταφορικής σημασίας).